χειροδετώ

χειροδετώ
-έω, ΜΑ [χειρόδετος]
δένω τα χέρια κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειροδοτώ — έω, Α δίνω κάτι με το ίδιο μου το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρόδοτος. Ωστόσο, είναι πιθανό να πρόκειται για εσφ. γρφ. είτε αντί τού χειροδετῶ είτε αντί τού συγκροτώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”